- ουρανοκατέβατος
- [уранокатэвагос]εκ. упавший с неба, редкий,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
ουρανοκατέβατος — η, ο 1. αυτός που είναι σαν να κατέβηκε από τον ουρανό, που ήλθε απροσδόκητα, ο ανέλπιστος 2. (κατ επέκτ.) α) εξαίρετος, θαυμάσιος («ουρανοκατέβατη τύχη») β) ο εξαιρετικής ομορφιάς, ωραιότατος, πανώριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο * + κατεβαίνω] … Dictionary of Greek
ουρανοκατέβατος — η, ο μτφ., αυτός που έρχεται, που παρουσιάζεται χωρίς να τον περιμένουμε, ανέλπιστα: Ουρανοκατέβατη κληρονομιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αεροπετής — ές (Α ἀεροπετής, ές) αυτός που έπεσε από τον αέρα, από τον ουρανό, ο ουρανοκατέβατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀὴρ + πετής < πίπτω] … Dictionary of Greek
διιπετής — διιπετής, ές (Α) 1. αυτός που έπεσε από τον Δία, δηλ. από τον ουρανό, ουρανοκατέβατος 2. (για ποταμούς, ανέμους κ.λπ.) ορμητικός 3. αυτός που βρίσκεται σε συνεχή ροή 4. θεϊκός, λαμπρός, αστραφτερός 5. φρ. «διιπετεῑς οἰωνοί» οιωνοί που πετούν προς … Dictionary of Greek
ουρανο- — (ΑΜ οὐρανο ) α συνθετικό λέξεων, που άναγεται στο ουσ. ουρανός και σημαίνει αυτόν που προέρχεται, που βρίσκεται ή που σχετίζεται με τον ουρανό και, μτφ., με το θείο.Σύνθ. με α συνθετικό ουρανο : ουρανοβάμων, ουρανοβάτης, ουρανογραφία,… … Dictionary of Greek
υψιπετής — ές / ὑψιπετής, ές, ΝΜΑ αυτός που έπεσε από τον ουρανό ή, γενικά, από ψηλά, ουρανοκατέβατος νεοελλ. ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους πτηνών·|| αρχ. υψηλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψί «ψηλά» + πετής (< πίπτω), πρβλ. χαμαι πετής] … Dictionary of Greek
ουρανόσταλτος — η, ο αυτός που στέλνεται από τον ουρανό, ουρανοκατέβατος, απροσδόκητος, σπάνιος, ευεργετικός: Ουρανόσταλτη βροχή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)